ΠΕΡΙ ΑΛΛΑ...    

Γιώργης Σερκεδάκης

ΒΑΓΓΛΗΣ ΑΓΓ. ΣΤΕΡΓΙΟΣ Θεατρικός συγγραφέας

Συγγραφέας, λαογράφος, εκδότης, φιλόλογος . Θεσ /κη  20.5.89 

Συχνά, ενώ είμαστε  έτοιμοι να απαντήσουμε σε θεωρούμενα ως σπουδαία ερωτήματα, ξαφνιαζόμαστε από την αμεσότητα κάποιων άλλων ,ανύποπτων, των οποίων η αντιμετώπιση είναι επίσης αναπάντεχα ,προσδιοριστική μιας γενικότερης στάσης μας στη ζωή. Θα βρεθούν ίσως κάποιοι που θα αντιδράσουν στην άποψη ότι η απάντηση στο ’’τι είναι ποίηση ; ’’ μπορεί να είναι ενδεικτική ή ακόμα περισσότερο αποκαλυπτική της προσωπικής μας φιλοσοφίας απέναντι στον κόσμο.
Κι’ όμως η θέση ,τουλάχιστον, που προβάλλει  ο Γιώργης Σερκεδάκης σε κάποιο ποίημα του (΄Ατιτλο Β’ ) μπορεί να θεωρηθεί η απαρχή ενός κουβαριού ,που μας οδηγεί στα ενδότερα της προβληματικής του ,όπως αυτή, άλλωστε εκδηλώνεται εξειδικευμένα στις αντίστοιχες αφορμές του βιβλίου του.  «Δεν είναι οι λαθεμένες κινήσεις /ούτε η νύχτα με τα σπασμένα ρολόγια της/δεν είναι οι καιροί που μίλησαν στους ποιητές /είναι το δάκρυ της ημέρας που στέγνωσε στα χέρια μας».
Κι όταν η κατάφαση του στην επικινδυνότητα της ποίησης παίρνει τη μορφή της έγκυρης πληροφορίας , ( «αυτοί οι στίχοι με τις χρηστικές απογραφές / και τα έννομα σήματα/όταν μιλούνε για ανθρώπους να ξέρεις είναι ύπουλοι γιατί κυοφορούνε την απελπισία και το θάνατο» ) κι όταν, ακόμα, η αναφορά του γίνεται προσωπικότερη (« στίχοι που γράφονται σ’ ένα πακέτο τσιγάρα/οι στίχοι μας σήμερα ») , τότε πια δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θαρραλέο κοίταγμα της ποίησης από τον ποιητή ισοδυναμεί με το ξεκλείδωμα ενός δυσεπίλυτου κώδικα,που ανοίγει ένα ακόμα δρόμο στην ερμηνεία της ζωής.
Η περίπτωση του Γ. Σ ενισχύει την άποψη ότι η ποίηση δεν είναι εφησυχαστική, δεν αποτελεί βάλσαμο ,όπως θα την ήθελαν πολλοί  Αντίθετα, είναι κακεντρεχής, φυλάει για τον καθένα μας ένα πρόβλημα, ένα μαράζι ,ένα μαρτύριο.
Κι’ αποδεικνύεται απατηλή η ικανοποίηση μας από την τριβή με την ποίηση, εκτός κι΄ αν αυτή εννοηθεί ως εκδήλωση σαδομαζοχισμού. Διότι, πράγματι, συχνά επιδιώκουμε τον βασανισμό μας ,για να κάνουμε τη  ψυχή μας να αιμορραγήσει ,να δημιουργήσει.
Η ποίηση ,λοιπόν, του Γ. Σ δεν καταπιάνεται με μεγαλοσχήμονες  ιδέες που έχουν θητεύσει (και εξαντληθεί) στα «εργαστήρια» παλιότερων ποιητών, αλλά στήνει αυτί στους χαμηλούς τόνους της ζωής, κάποτε βάζει και το δάχτυλο στα τραύματα της καθημερινότητας –αυτές τις πληγές τις οποίες δεν υπολογίζουμε και,  αργότερα, τις αντιλαμβανόμαστε γαγγραινιασμένες .’’ Μαχαίρι στο μαχαίρι/πληγή στην πληγή/σαν σκέφτεσαι πως τόσα πράγματα /μας κάνουν και πονούμε ’’ .
Άλλωστε ,η ποίηση καταγράφει το ύφος μιας καθημερινής μέρας κι όχι τα στοιχεία μιας εποχής ή ενός κόσμου  —αυτά είναι δουλειά της ιστορίας.
Η περιδιάβαση μέσα στην ποίηση του Γ. Σ είναι οδυνηρή—το τίμημα της ευκαιρίας να ψηλαφίζουμε την αγκαθωτή επιφάνεια της καθημερινότητας .
Και πώς να μην συν-πάθουμε ,ότανο Γ. Σ έχει διαλέξει το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου ,το σώμα και την ψυχή μας δηλαδή, για ν’ ακουμπήσει τις εμπειρίες του μέσα σε ’’λέξεις και ονόματα που δε σημαίνουν τίποτα ’’,που προχωράει στα σκοτεινά χωρίς πυξίδα ,αλλοτριωμένος,’’ μ΄ ένα χαμόγελο/όχι δικό  του πια ’’ που, όσο κι αν επιμένει ,δε μπορεί να περισώσει τίποτα από την ποιότητα της ζωής από το περιεχόμενο της, παρά ’’με δυο κουβέντες κάλπικες /τελειώνει τη ζωή του και τη χάνει .’’ . Και θρηνούμε ’’γι’ αγαπημένα αστέρια / που γίνανε στάχτη στις χούφτες μας ’’ και ψάχνουμε να βρούμε τι φταίει, που ’’φυλακίσαμε τα πρόσωπα και τις έγνοιες μας / μες στις πολύχρωμες αφίσες της πόλης /στις δικαιολογίες μιας γερασμένης γειτονιάς /και πορευτήκαμε στα ενδεχόμενα ,στα ’’δεν πειράζει’’ .
’’Και διαπιστώνουμε /πως πέρασε για πάντα / μια ζωή που δε ζήσαμε, δεν εννοήσαμε/και δεν καταλάβαμε
πως ήταν δική μας ’’.
Και μέσα από τόσες διαψεύσεις συμβιβαζόμαστε με την αποτυχία  κι ’’εκεί που ψάχνεις για το γέλιο σου/χρωματισμένο στις φιγούρες του δρόμου /συνηθίζεις να δέχεσαι /το παιγνίδι των κρεμασμένων/και  ‘σύ. ’’.
Κι αν προσπαθήσουμε να καταφύγουμε στη νοσταλγία, θα βρούμε τις πόρτες κλειστές –αν κάποια χαραμάδα αφήνει ελπίδες ,μη χαθούμε, η μνήμη κρατάει φραγγέλιο και μας καλεί ν’ αποστηθίσουμε ’’ μια λεπτομέρεια η ζωή/χαμένη στα λάθη μας ’’ . Μπροστά σ’ αυτή τη σκληρή πραγματικότητα αναζητούμε τρόπους προσαρμογής στις νέες συνθήκες .
’’… Κι αυτό το χέρι σου έγινε κρύο /κι εκείνα τα παράπονα τα ανελέητα / κι εκείνες οι ανθρώπινες ευαισθησίες /που δεν έχουν συναίσθημα και αγάπη είναι σκληρές ’’ .Βαδίζουμε, λοιπόν, στο κενό χωρίς προορισμό, χωρίς αιτία ή πρόφαση—έτσι, για να δικαιολογήσουμε τη ζωή μέσα  από την κίνηση.
Η μακαριότητα της αβουλίας μας δεν αφήνει περιθώρια ούτε να ζήσουμε ούτε και να πεθάνουμε .
Διότι ο θάνατος  είναι γεγονός, όταν και η ζωή την οποία αυτός στερεί ήταν γεγονός . ’’Εσύ που περπατάς ανυποψίαστος /και βολικός / ,με τη μακαριότητα του πιο  πειθαρχημένου ζώου / δε θα ξυπνήσεις ποτέ/ ούτε θα χρειαστεί να πεθάνεις ’’ .
Και τι χρειαζόμαστε πια τη ευαισθησία, αφού δεν έχει αντίκρυσμα, αφού δεν έχει τιμή ;Για να μη ξεμείνουμε και χαθούμε ή, με την πίστωση κάποιας ελπίδας ότι θ’ αλλάξει η τροχιά, συντονίζουμε κι εμείς το βηματισμό μας στην πορεία των άλλων, που ’’όλοι ωραιοπαθείς και βολιδοσκόποι’’, δίνουν τα διαπιστευτήρια στη νέα  κατάσταση.
‘Εστω,κι αν ξέρουν πως ’’λέξεις/ που δεν έχουν τίποτα να πουν / ή να εννοήσουν / οι λέξεις μας σήμερα ’’,έστω, κι αν ξέρουν πως ’’ ο θάνατος μας θα γίνει μια διαπίστωση τυπική ’’ .
Ιδού, λοιπόν ,σαν τα φοβισμένα ζώα ,αρνούμαστε να συμφιλιωθούμε με το άξενο περιβάλλον ,ζητάμε ένα αποκούμπι να μη σωριαστούμε .
’’Στην πολυκοσμία του κεντρικού δρόμου/να μου δίνεις το χέρι σου/να μου δίνεις το βλέμμα σου / μη χαθούμε ’’.
Και πώς να συνηθίσουμε πράγματα που αποφάσκουν στο αποδεκτό, που συνιστούν φοβιστικά στοιχεία  ; ’’ Φοβάμαι το κενό και τους άδειους δρόμους/τη μοναξιά που αγαπώ/φοβάμαι/τα χαμόγελα που μάθαν να χλωμιάζουνε στο φως της λάμπας ’’.
Πώς να πειθαρχήσουμε το παγωμένο σώμα μας χωρίς τη θέρμη των χαμένων συναισθημάτων ;
Το φοβερότερο  όμως είναι η απουσία εναλλακτικής λύσης,  ανεπάρκεια των σωστικών μέσων και η καταλυτική επίγνωση ότι οι στιγμές ευτυχίας  είναι πάντα βιαστικές.’’ Με τρομάζουν/οι Κυριακές που έρχονται γρήγορα /οι Κυριακές που τελειώνουνε γρήγορα ’’ .
Κι έτσι , ’’ χωρίς την πιθανότητα μιας διαφυγής / απ΄το περίγραμμα του κύκλου που διαγράφουν ,’’προχωρούμε /συμπληρώνοντας κύκλους/σημειώνοντας αδιέξοδα/μιλώντας /για τα υπόλοιπα των υποσχέσεων /και των συμβιβασμών/που άνευ όρων /ορίζουν το στίγμα μας ’’. Η ζωή με την ευτέλειά της αντιστρέφει τη σχέση που έχει με το θάνατο. Ο θάνατος  δεν είναι πια στερητικός αλλά απαλλακτικός,’’καθώς θα ο θάνατος είναι μια άμυνα/μες στα σπασμένα λόγια/και τα αμίλητα πράγματα ’’.
Σ αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να θέσουμε σοβαρά το ερώτημα: που οδεύει η σημερινή ποίηση, γνωστή ως ποίηση των ’’ιδιωτικών οραμάτων ’’ με τον αποκλίνοντα αλλά και ,συγχρόνως ,ομόλογο προβληματισμό των δημιουργών της;
Μήπως διαγράφει, όπως συμβαίνει κατά περιόδους ,κάποια ομόκεντρη τροχιά, η οποία ,στην προκειμένη περίπτωση ,συμπίπτει ιδεολογικά με την  περίπτωση του Μεσοπολέμου; Διότι αυτή η αποστροφή προς τη ζωή, η παρακμή των αξιών, ο κλονισμός των ελπίδων, η έντονη γεύση απαισιοδοξίας είναι στοιχεία που προσδιορίζουν την περίοδο εκείνη της ηττοπάθειας .
Ωστόσο, μια ενδελεχής έρευνα θα μας προσανατόλιζε σταθερά στην εκτίμηση, που συνιστά και την ειδοποιό διαφορά, ότι η σημερινή ποίηση ,μέσα απ’ τα παράπονα και τις ενστάσεις προς τη ζωή, αγωνιά για το μέλλον, στο οποίο επενδύει τα όνειρα των νέων γενεών –δεν το απορρίπτει, δεν ’’ κηρύττει πτώχευση’’, όπως η ποίηση του Μεσοπολέμου.
΄Ετσι , λοιπόν, και στην ποίηση του Γ. Σ  , η συναίσθηση της μοίρας
( ’’ …απ’ το θάνατο που κουβαλάμε μέσα μας /ζητούμε δανεικά  ’’ ), αντί να καταβάλλει, θωρακίζει το πείσμα για ζωή ,εντοπίζει μέσα στον παραλογισμό της επιμονής τη λογική του αγώνα .
Διότι ο άνθρωπος δε μπορεί να πιστέψει ότι κατάντησε να δέχεται αυτό που εξ ορισμού πρέπει να αποστρέφεται κι ότι ο θάνατος ,τελικά, είναι αυτός που θα τον σώσει.
Κι αν ’’ αύριο /δε θα ‘χεις παραμύθια από μας ’’ ,γιατί άραγε αυτό να σημαίνει πως θα χαθούμε ,γιατί να μη σημαίνει : τέρμα στα παραμύθια..
Όχι ,η ποίηση του Γ. Σ ,όπως και η ποίηση των ημερών μας γενικά, δεν είναι ηττοπαθής.
Μέσα από τη σπουδή του θανάτου αναζητεί το ελιξήριο της ζωής ή, τουλάχιστον, ένα εργαλείο αφύπνισης ,
’’ λέγοντας διάφορα ψέματα, μικρά ή μεγάλα / μια για να ζήσουμε / μια να ξεχάσουμε / να μη χαθούμε ‘’ .