ΠΕΡΙ ΑΛΛΑ...    

Γιώργης Σερκεδάκης

ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ “Ο ΑΙΓΙΩΤΗΣ”

Εβδομαδιαία Εφημερίδα “Ο ΑΙΓΙΩΤΗΣ” ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ  Λογοτέχνης / Κριτικός
ΚΡΙΤΙΚΗ: “ΑΝΘΡΩΠΟΣΗΜΟ” Γιώργη Σερκεδάκη 20 Οκτωβρίου 1978 

Καμιά δεν είχα πνευματική επαφή, ως τα σήμερα, με τον ποιητή Γιώργη Σερκεδάκη και το έργο του.                                Πρώτη επαφή, εμπειρία και θέαση κριτική, κάνω σήμερα με τη συλλογή του “Ανθρωπόσημο” και από τη μελέτη του περιεχομένου της θα βγάλω τα συμπεράσματα μου. Συγκριτικό στοιχείο, με προηγούμενη δουλειά του, δεν υπάρχει για μια κατά αντιπαράθεση θεώρηση, για να μπορώ να ειπώ αν ανέβηκε ή όχι σκαλοπάτια προόδου από την πρώτη του εμφάνιση. Ωστόσο, υπάρχουν χρονικές διαδοχές, ημερομηνίες και χώροι όπου δημιουργήθηκε από εσωτερικούς η εξωτερικούς ερεθισμούς, το κύκλωμα σύλληψη / κυοφορία / τοκετός πνευματικού έργου.
Όπως χαρακτηριστικά υποσημειώνεται, σε μερικά του ποιήματα, ο χωρόχρονος της δημιουργίας του: Ιούλης 1972 Ηράκλειο, Ξάνθη 1973, Νοέμβρης 75 Αθήνα, Καλοκαίρι 1974, Αμπελόκηποi 1975, Στρατόπεδο Αρμένων Ρεθύμνου, Σεπτέμβρης 1970, Φαράγγι Σαμαριάς Απρίλης 1978 κ.λπ., δείχνεται πως η παραγωγή του καλύπτει μιαν οκταετία περίπου, η δε οδοιπορία του στον διαφορετικό Ελλαδικό χώρο έχει αφήσει τ’ αχνάρια της.
Η γραφή του, στη μοντέρνα φόρμα της, δεν παίζει και τόσο μεγάλο ρόλο στα ποιήματά του, γιατί η ουσία βρίσκεται στο βάθος τους, εκεί ακριβώς που βρίσκονται όλα τα στοιχεία της ποίησής του, η μουσικότητα, μα και η συγκίνηση που αργοσέρνεται, σαν μια αόρατη σε πρώτο πλάνο, που σκεπάζει ολόκληρη την εσωτερική δομή του στίχου του και στον οποίο ιδιαίτερο γνώρισμα μένει η καθαρότητα και η διαύγεια.
Ό,τι λέει, ξέρει πώς το λέει και γιατί το λέει και δεν προσπαθεί να το γεμίσει σκοτάδια, να μπλέξει σε λαβυρίνθους, όπως –δυστυχώς– συχνά / πυκνά συμβαίνει με κάποιους που νομίζουν ότι ποίηση είναι σκοτάδι και αλγεβρικές εξισώσεις, όχι με ένα αλλά με πάμπολλους αγνώστους, που δεν οδηγούν σε λύση ή σε κάποια θέση ομορφιάς .
Εκφράζει  το συναισθηματικό στοιχείο, το ατομικό, σε προέκταση γενικότητας:
«Κι αν έχουμε μια πίκρα που σωπαίνει
κι εξευτελίζεται
μια μοναξιά που κρυώνει
κοιτώντας φοβισμένη τον ήλιο,
μικραίνουμε ολοένα
μες στους καθρέφτες που μεγαλώνουν
και απορούν.
Είμαστε άνθρωποι, όπως πάντα
και έτσι παραμένουμε χωρίς δική μας “καλημέρα”
δίχως δικό μας πρόσωπο
με υπόχρεες αναμνήσεις και με πράματα
μοναχά».
Δεν χρειάζεσαι εδώ κώδικες, για να αποκρυπτογραφήσεις το απόσπασμα  από το ωραίο του ποίημα “Ανθρώπινα” (σελ. 8). Όπως το ίδιο συμβαίνει και στα άλλα ποιήματα του, που δεν τους λείπει ούτε η καθαρότητα ούτε το φως της αλήθειας και η ανθρωπιά.                                                                                                                                                        Το κάθε τι γύρω του παίρνει φωνή και υπόσταση, σαν εξάρτημα της ζωής, επιβεβαιώνοντας κατά κάποιον τρόπο, ότι ο άνθρωπος δεν ζει στο κενό, δεν ζει έξω από τη φύση, είναι στοιχείο της, είναι αίμα της και ζωογόνα πνοή της.
Και οι δρόμοι μέσα στη χινοπωριάτικη ώρα παίρνουν λαλιά και μιλούν:
«Οι δρόμοι
έχουν χαμόγελα στις στροφές
τα δέντρα
έχουν πουλιά που κελαηδούν
κι εσύ
ένα γονατισμένο παραμύθι
πότε στη νύχτα, πότε στη γλάστρα, πότε στο φως».
Με απλά αλλά καλοδιαλεγμένα λόγια, μέσα σε ένα στίχο, κλείνει έναν ολάκερο κόσμο. Επιγραμματικός, κάποιες φορές έρχεται σαν αστραπή στον ουρανό της στόχασης να σπείρει τους σπόρους της ομορφιάς κι ύστερα, σαν φωτεινός κομήτης, να δραπετέψει στα χάη.
ΣΕ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ
Σ’ ένα μικρό πεντάστιχο δίνει εικόνες πραγματικού μεγαλείου.
α)
«Αητέ που ξέχασες στο λιόγερμα τις φτερούγες
πότε ο χρόνος της επιστροφής;»
β)
«Θα ’ρθούνε μέρες που θα διαμαρτυρηθεί η σιωπή μας
και θα νιώσουμε ότι δεν είμαστε μονάχοι σε τούτο τον κόσμο.
Περίμενε…»
Ο ποιητής / αητός δεν ξέχασε τις φτερούγες της στόχασης του. Πετάει μέσα στη σιωπή και τραβάει για το φως της μεγαλοσύνης.